- οιχωκεε
- οἰχώκεε
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οἰχώκεε — οἴχομαι go plup ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… … Dictionary of Greek
συμψάω — Α 1. συμμαζεύω, τακτοποιώ 2. εξαλείφω 3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.) 4. συλλαμβάνω 5. παθ. συμψάομαι μτφ. εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»] … Dictionary of Greek